τζαούσιος

τζαούσιος
ο, Ν
βλ. τσαούσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Tzaousios — The tzaousios (Greek: τζαούσιος) was a late Byzantine military office, whose exact functions and role are somewhat unclear.[1] The term is derived from the Turkish çavuş, meaning courier or messenger ,[1] and was in use by the Byzantines perhaps… …   Wikipedia

  • τσαούσιος — και τζαούσιος, ο, Ν [τσαούσης] πολιτικοστρατιωτικό αξίωμα τών Βυζαντινών και από τον 13ο αιώνα και τών Τούρκων …   Dictionary of Greek

  • τζαούσιοι — Άνδρες τμήματος της σωματοφυλακής του αυτοκράτορα στους τελευταίους αιώνες της Bυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο αρχηγός τους είχε την 37η θέση στη σειρά της αυλικής ιεραρχίας και ονομαζόταν μέγας τζαούσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”